- παραπειράομαι
- παραπειράομαι1 make test of c. gen.,
Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.3
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παραπειρῶνται — παραπειράομαι make trial of pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) παραπειράομαι make trial of pres ind mp 3rd pl παραπειράομαι make trial of pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπειρᾶσθαι — παραπειράομαι make trial of pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)